Χαλκηδών

Χαλκηδών
Πόλη της ασιατικής παραλίας της Προποντίδας (το σημερινό Καντίκιοϊ, προάστιο της Κωνσταντινούπολης). Χτίστηκε το 675 π.Χ. από Μεγαρείς αποίκους, και αναπτύχθηκε γρήγορα χάρη στην πανελλήνια φήμη του εκεί μαντείου του Απόλλωνα. Την κυρίευσε ο Δαρείος και έπαιξε σημαντικό ρόλο στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι όταν ο Αθηναίος στρατηγός Λάμαχος έχασε τα 10 πλοία του από τρικυμία, πέρασε πεζός με τον στρατό του από τη χώρα των Βιθυνών Θρακών και έφτασε στη X. Η X. έπεσε σε παρακμή μετά την ίδρυση της Νικομήδειας. Όταν πέθανε ο βασιλιάς της Βιθυνίας Νικομήδης Γ’, κυριεύτηκε το 75 π.Χ. από τους Ρωμαίους, από τους οποίους την πήρε για λίγο ο Μιθριδάτης. Από την αρχαία πόλη δεν απέμειναν παρά μέρος του τείχους και μερικοί τάφοι. Στη X. έγινε Οικουμενική Σύνοδος (451), που καταδίκασε τη μονοφυσιτική αίρεση του Ευτυχούς.
* * *
-όνος, ΝΜΑ, και Χαλκηδόνα Ν
πόλη στα ασιατικά παράλια τού Βοσπόρου η οποία χτίστηκε από Μεγαρείς αποίκους το 675 π.Χ. και καταστράφηκε ολοσχερώς από τον Πέρση βασιλιά Χοσρόη το 616 μ.Χ.
αρχ.
ως προσηγ. ἡ χαλκηδών
είδος πολύτιμου λίθου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαλκηδών — chalcedony fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκηδόνα — χαλκηδών chalcedony fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκηδόνι — χαλκηδών chalcedony fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκηδόνος — χαλκηδών chalcedony fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Chalcedon (Mineral) — Chalcedon (Chalzedon) Chalcedon Kristall aus der Slowakei Chemische Formel SiO2 Mineralklasse Oxide/Hydroxide siehe Quarz (nach Strunz) …   Deutsch Wikipedia

  • Chalzedon — Chalcedon (Chalzedon) Chalcedon Kristall aus der Slowakei Chemische Formel SiO2 Mineralklasse Oxide/Hydroxide siehe Quarz (nach Stru …   Deutsch Wikipedia

  • CHALCEDON — I. CHALCEDON Graece χαλκηδὼν, gemma memoratur Apocalypseos, c. 21. v. 19. ubi inter duodecim fundamenta novae Hierosolymae, tertiô locô ponitur χαλκηδὼν. Chalcedonius veteri Interpreti: Quem dictum esse ab Chalcedone supra Chrysopolim refert, ex… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • колчедан — колчадан. Заимств. через франц. calcedoine халцедон из ср. лат. calcidonius, chalcedonius lарis от Χαλκηδών – местн. н. в Малой Азии, прилаг. χαλκηδόνιος; см. Маценауэр 210 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Chalcedon — This article is about an ancient town in Asia Minor. For the Ecumenical Council of the year 451, see Council of Chalcedon. For the American religious/political organization, see Chalcedon Foundation. For the mineral, see Chalcedony. For… …   Wikipedia

  • Byzas — Byzas, auch Byzantas (altgr. Βύζας, Βύζαντας), war ein sagenhafter dorischer Heerführer aus Megara (daher auch Byzas von Megara oder B. der Megarer, altgr. Βύζας ὁ Μεγαραῖος (ὁ Μεγαρεύς)) und Kolonist, dazu gilt er als (sagenhafter) Gründer der… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”